υπερβολικός
[ipervoliˈkos], υπερβολική, υπερβολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- υπερβολικός
- übertriebenυπερβολικός παρατραβηγμένοςυπερβολικός παρατραβηγμένος
- extremυπερβολικός ακραίοςυπερβολικός ακραίος
exemples