υπερβαίνω
[iperˈveno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έβηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- überschreiten, übersteigenυπερβαίνω ορισμένο βαθμόυπερβαίνω ορισμένο βαθμό
- überschreitenυπερβαίνω όριουπερβαίνω όριο
- übertreffenυπερβαίνω ξεπερνώ τις προσδοκίεςυπερβαίνω ξεπερνώ τις προσδοκίες
- überwindenυπερβαίνω υπερνικώυπερβαίνω υπερνικώ
- überziehenυπερβαίνω χρόνο, λογαριασμόυπερβαίνω χρόνο, λογαριασμό