„υπερέχω“: αμετάβατο ρήμα υπερέχω [ipeˈrexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ohneαόριστος | Aorist aor> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überragen, überlegen sein, in der Übermacht sein überragen, überlegen sein (κάποιου σε κάτι jemandem in etwas+δοτική | +Dativ +datή | oder od an etwas+δοτική | +Dativ +dat) υπερέχω υπερέχω in der Übermacht sein υπερέχω αριθμητικά υπερέχω αριθμητικά