υπέροχος
[iˈperoxos], υπέροχη, υπέροχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- überragendυπέροχος θαυμάσιοςυπέροχος θαυμάσιος
- unübertroffenυπέροχος αξεπέραστοςυπέροχος αξεπέραστος
- herrlichυπέροχος καιρόςυπέροχος καιρός