υπέρβαρος
[iˈpervaros], υπέρβαρη, υπέρβαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- übergewichtigυπέρβαρος κ. άνθρωποςυπέρβαρος κ. άνθρωπος
exemples
- είναι υπέρβαροςer hat Übergewicht