υπέρβαρο
[iˈpervaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- υπέρβαρο (αποσκευών) αεροπορία | LuftfahrtαεροπÜbergepäckουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbergewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n