υλικός
[iliˈkos], υλική, υλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- materiellυλικόςυλικός
exemples
- υλική ζημιάθηλυκό | Femininum, weiblich fSachschadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m