„υδρόγειος“: θηλυκό υδρόγειος [iˈðrojios]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Erdball, Globus Erdballαρσενικό | Maskulinum, männlich m υδρόγειος Globusαρσενικό | Maskulinum, männlich m υδρόγειος υδρόγειος