„τυποποιημένος“ τυποποιημένος [tipopiiˈmenos], τυποποιημένη, τυποποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) genormt genormt τυποποιημένος τυποποιημένος