„τυπογραφία“: θηλυκό τυπογραφία [tipoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Buchdruck Buchdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυπογραφία τυπογραφία