τσιμπιδάκι
[tsimbiˈðakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, τσιμπίδι [tsimˈbiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pinzetteθηλυκό | Femininum, weiblich fτσιμπιδάκιτσιμπιδάκι
- Haarklemmeθηλυκό | Femininum, weiblich fτσιμπιδάκι για τα μαλλιάτσιμπιδάκι για τα μαλλιά
exemples
- τσιμπιδάκι μαλλιώνZopfspangeθηλυκό | Femininum, weiblich f