„τσιγγάνος“: αρσενικό τσιγγάνος [tsiŋˈganos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zigeuner Zigeunerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιγγάνος τσιγγάνος