τσαλακώνομαι
[tsalaˈkonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verknitternτσαλακώνομαιτσαλακώνομαι
- sich wellenτσαλακώνομαι χαρτίτσαλακώνομαι χαρτί