„τσακώνω“: μεταβατικό ρήμα τσακώνω [tsaˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schnappen, ertappen, erwischen schnappen τσακώνω πιάνω τσακώνω πιάνω ertappen, erwischen τσακώνω κάποιον να κάνει κάτι κακό τσακώνω κάποιον να κάνει κάτι κακό