τσακίζομαι
[tsaˈkjizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zerbrechenτσακίζομαι συντρίβομαιτσακίζομαι συντρίβομαι
- sich abmühenτσακίζομαι γίνομαι θυσία οικείο | umgangssprachlichοικτσακίζομαι γίνομαι θυσία οικείο | umgangssprachlichοικ
exemples
- τσακίσου! οικείο | umgangssprachlichοικhau ab!