τρωτός
[troˈtos], τρωτή, τρωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- angreifbar, verletzbarτρωτόςτρωτός
exemples
- τρωτό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchwachstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fAngriffspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m