„τριχωτός“ τριχωτός [trixoˈtos], τριχωτή, τριχωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) behaart, haarig behaart, haarig τριχωτός τριχωτός