„τριχοφυΐα“: θηλυκό τριχοφυΐα [trixofiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Haarwuchs Haarwuchsαρσενικό | Maskulinum, männlich m τριχοφυΐα τριχοφυΐα exemples τριχοφυΐα προσώπου Barthaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριχοφυΐα προσώπου τριχοφυΐα στήθους Brusthaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριχοφυΐα στήθους