„τριμηνία“: θηλυκό τριμηνία [trimiˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Quartal Quartalουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριμηνία τριμηνία