τρικυμιώδης
[trikjimiˈoðis], τρικυμιώδης, τρικυμιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- stürmischτρικυμιώδης θάλασσα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτρικυμιώδης θάλασσα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ