τριγυρίζω
[trijiˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> τριγυρνώ [trijirˈno] <-άς>αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- umhergehenτριγυρίζωτριγυρίζω
- herumlaufen, sich herumtreibenτριγυρίζω περιπλανιέμαιτριγυρίζω περιπλανιέμαι
- wandernτριγυρίζω σκέψειςτριγυρίζω σκέψεις
exemples