τριβή
[triˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Reibungθηλυκό | Femininum, weiblich fτριβή τεχνική | Technikτεχν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτριβή τεχνική | Technikτεχν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Verschleißαρσενικό | Maskulinum, männlich mτριβή φθοράτριβή φθορά