„τριαντάρης“: αρσενικό τριαντάρης [trianˈdaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dreißigjähriger Dreißigjährigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τριαντάρης τριαντάρης