τούφα
[ˈtufa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Haar-)Büschelουδέτερο | Neutrum, sächlich nτούφα μαλλιών(Haar-)Strähneθηλυκό | Femininum, weiblich fτούφα μαλλιώντούφα μαλλιών
exemples
- τούφα χόρτουGrasbüschelουδέτερο | Neutrum, sächlich n