τινάζω
[tiˈnazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
  -   schüttelnτινάζω κλονίζω, κουνώτινάζω κλονίζω, κουνώ
-   abschüttelnτινάζω κακάο, ζάχαρητινάζω κακάο, ζάχαρη
-   ausschüttelnτινάζω τραπεζομάντιλοτινάζω τραπεζομάντιλο
-   ausklopfenτινάζω ταπέτοτινάζω ταπέτο
-   rüttelnτινάζω δέντροτινάζω δέντρο
