„τεχνογνωσία“: θηλυκό τεχνογνωσία [texnoɣnoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Know-how Know-howουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνογνωσία τεχνογνωσία