τετράποδος
[teˈtrapoðos], τετράποδη, τετράποδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vierbeinigτετράποδοςτετράποδος
exemples
- τετράποδος φίλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mVierbeinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m