τετράγωνο
[teˈtraɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Viereckουδέτερο | Neutrum, sächlich nτετράγωνο γεωμετρία | GeometrieγεωμQuadratουδέτερο | Neutrum, sächlich nτετράγωνο γεωμετρία | Geometrieγεωμτετράγωνο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Häuserblockαρσενικό | Maskulinum, männlich mτετράγωνο τμήμα σπιτιώντετράγωνο τμήμα σπιτιών
exemples
- τετράγωνο ενός αριθμούQuadratzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f