„τετελεσμένος“ τετελεσμένος [tetelezˈmenos], τετελεσμένη, τετελεσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) vollendet vollendet τετελεσμένος τετελεσμένος exemples φέρνω κάποιον προ τετελεσμένων γεγονότων jemanden vor vollendete Tatsachen stellen φέρνω κάποιον προ τετελεσμένων γεγονότων