τεράστιος
[teˈrastios], τεράστια, τεράστιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- enorm, riesig, riesengroßτεράστιοςτεράστιος
- ungeheuerτεράστιος φοβερός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτεράστιος φοβερός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- τεράστια επιτυχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fRiesenerfolgαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τεράστια πείναθηλυκό | Femininum, weiblich fRiesenhungerαρσενικό | Maskulinum, männlich m