τενεκές
[teneˈkjes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Blechουδέτερο | Neutrum, sächlich nτενεκές υλικότενεκές υλικό
- Blechdoseθηλυκό | Femininum, weiblich fτενεκές δοχείοτενεκές δοχείο
- Nichtsnutzαρσενικό | Maskulinum, männlich mτενεκές άχρηστος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτενεκές άχρηστος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ