„τεμπελόσκυλο“: ουδέτερο τεμπελόσκυλο [tembeˈloskjilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Faulpelz Faulpelzαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεμπελόσκυλο τεμπελόσκυλο