„ταπέτο“: ουδέτερο ταπέτο [taˈpeto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Teppich, Läufer Teppichαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταπέτο ταπέτο Läuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταπέτο μικρό ταπέτο μικρό