τέλεση
[ˈtelesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vollziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fτέλεσηVollzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mτέλεσητέλεση
- Begehungθηλυκό | Femininum, weiblich fτέλεση εγκλήματοςτέλεση εγκλήματος