σύνθετος
[ˈsinθetos], σύνθετη, σύνθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zusammengesetztσύνθετος αποτελούμενος από πολλά μέρησύνθετος αποτελούμενος από πολλά μέρη
- komplexσύνθετος πολύπλοκοςσύνθετος πολύπλοκος
exemples
- σύνθετη πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich fSchachtelsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σύνθετος οφθαλμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFacettenaugeουδέτερο | Neutrum, sächlich n