σύμφωνο
[ˈsimfono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- σύμφωνο
- Konsonantαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύμφωνο γραμματική | Grammatikγραμμσύμφωνο γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- σύμφωνο σταθερότηταςStabilitätspaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σύμφωνο συμμαχίαςBündnisvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m