σύμβαση
[ˈsimvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμβασησύμβαση
- befristeter Vertragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύμβαση συμβόλαιο περιορισμένου χρόνουσύμβαση συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου
- Konventionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύμβαση νόρμασύμβαση νόρμα
exemples
-
- σύμβαση για επαγγελματική μαθητείαAusbildungsvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σύμβαση δανείουDarlehensvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples