σύλληψη
[ˈsilipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verhaftungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύλληψηFestnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fσύλληψησύλληψη
- Empfängnisθηλυκό | Femininum, weiblich fσύλληψη βιολογία | Biologieβιολσύλληψη βιολογία | Biologieβιολ
exemples
- σύλληψη του θείουGottesbegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m