σωσίβιο
[soˈsivio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rettungsringαρσενικό | Maskulinum, männlich mσωσίβιο για τη μέσησωσίβιο για τη μέση
- Schwimmwesteθηλυκό | Femininum, weiblich fσωσίβιο γιλέκοσωσίβιο γιλέκο