σχίζομαι
[ˈsçizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zerreißenσχίζομαι χαρτί, ύφασμασχίζομαι χαρτί, ύφασμα
- aufreißenσχίζομαι ανοίγονταςσχίζομαι ανοίγοντας
- splitternσχίζομαι ξύλοσχίζομαι ξύλο
- sich zerreißen (για für)σχίζομαι κοπιάζω για κ-ν/κ-ι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφsich abmühen (να zu)σχίζομαι κοπιάζω για κ-ν/κ-ι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσχίζομαι κοπιάζω για κ-ν/κ-ι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ