σφράγισμα
[ˈsfrajizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Stempelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nσφράγισμα εγγράφουσφράγισμα εγγράφου
- Versiegelungθηλυκό | Femininum, weiblich fσφράγισμα κλείσιμοσφράγισμα κλείσιμο
- (Zahn-)Plombeθηλυκό | Femininum, weiblich fσφράγισμα δοντιούFüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fσφράγισμα δοντιούσφράγισμα δοντιού