σφαγείο
[sfaˈjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schlachthofαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφαγείοσφαγείο
- Gemetzelουδέτερο | Neutrum, sächlich nσφαγείο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφMassakerουδέτερο | Neutrum, sächlich nσφαγείο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσφαγείο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ