συστηματικότητα
[sistimatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Systematikθηλυκό | Femininum, weiblich fσυστηματικότηταMethodikθηλυκό | Femininum, weiblich fσυστηματικότητασυστηματικότητα