„συσσώρευση“: θηλυκό συσσώρευση [siˈsorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Anhäufung, Stauung Anhäufungθηλυκό | Femininum, weiblich f συσσώρευση Stauungθηλυκό | Femininum, weiblich f συσσώρευση συσσώρευση