συνοχή
[sinoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zusammenhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνοχήσυνοχή
- Zusammenhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνοχή κειμένουσυνοχή κειμένου
- Kohäsionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνοχή φυσσυνοχή φυσ