„συνεσταλμένος“ συνεσταλμένος [sinestalˈmenos], συνεσταλμένη, συνεσταλμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gehemmt, verklemmt gehemmt, verklemmt συνεσταλμένος συνεσταλμένος