„συνεργία“: θηλυκό συνεργία [sinerˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Beihilfe Beihilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f συνεργία νομικός όρος | Rechtswesenνομ συνεργία νομικός όρος | Rechtswesenνομ