„συναναστροφή“: θηλυκό συναναστροφή [sinanastroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Umgang, Verkehr Umgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m συναναστροφή με άτομα Verkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m συναναστροφή με άτομα συναναστροφή με άτομα