συναίσθημα
[siˈnesθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυναίσθημαEmpfindungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναίσθημασυναίσθημα
- Emotionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναίσθημα ψυχολογία | Psychologieψυχολσυναίσθημα ψυχολογία | Psychologieψυχολ