„συνίσταμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συνίσταμαι [siˈnistame]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <ohneαόριστος | Aorist aor> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) darin bestehen darin bestehen συνίσταμαι συνίσταμαι